↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μελανισμός οι μελανισμοί
      γενική του μελανισμού των μελανισμών
    αιτιατική τον μελανισμό τους μελανισμούς
     κλητική μελανισμέ μελανισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μελανισμός < μελανίνη + -ισμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μελανισμός αρσενικό

  • (βιολογία): υπερβολική παραγωγή μελανίνης με συνέπεια το μαύρισμα που παρατηρείται σε δέρμα, πτέρωμα και λέπια.

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία