ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / μελανηφόρος τὸ μελανηφόρον
      γενική τοῦ/τῆς μελανηφόρου τοῦ μελανηφόρου
      δοτική τῷ/τῇ μελανηφόρ τῷ μελανηφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν μελανηφόρον τὸ μελανηφόρον
     κλητική ! μελανηφόρε μελανηφόρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ μελανηφόροι τὰ μελανηφόρ
      γενική τῶν μελανηφόρων τῶν μελανηφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς μελανηφόροις τοῖς μελανηφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς μελανηφόρους τὰ μελανηφόρ
     κλητική ! μελανηφόροι μελανηφόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μελανηφόρω τὼ μελανηφόρω
      γεν-δοτ τοῖν μελανηφόροιν τοῖν μελανηφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μελανηφόρος < μελανη(φορέω) + -φόρος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο

επεξεργασία

μελανηφόρος, -ος, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία