μελανηφόρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | μελανηφόρος | τὸ | μελανηφόρον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | μελανηφόρου | τοῦ | μελανηφόρου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | μελανηφόρῳ | τῷ | μελανηφόρῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | μελανηφόρον | τὸ | μελανηφόρον | ||
κλητική ὦ! | μελανηφόρε | μελανηφόρον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | μελανηφόροι | τὰ | μελανηφόρᾰ | ||
γενική | τῶν | μελανηφόρων | τῶν | μελανηφόρων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | μελανηφόροις | τοῖς | μελανηφόροις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | μελανηφόρους | τὰ | μελανηφόρᾰ | ||
κλητική ὦ! | μελανηφόροι | μελανηφόρᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μελανηφόρω | τὼ | μελανηφόρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μελανηφόροιν | τοῖν | μελανηφόροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μελανηφόρος < μελανη(φορέω) + -φόρος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαμελανηφόρος, -ος, -ον
Συγγενικά
επεξεργασία- μελανηφορέω
- → δείτε τις λέξεις μέλας και φορέω
Πηγές
επεξεργασία- μελανηφόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.