↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μελανείο τα μελανεία
      γενική του μελανείου των μελανείων
    αιτιατική το μελανείο τα μελανεία
     κλητική μελανείο μελανεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μελανείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα μελανεῖον, (μαρτυρείται από το 1889) [1] < μελάν(η) + -εῖον (-είο)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /me.laˈni.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐λα‐νεί‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μελανείο ουδέτερο (εκτύπωση)

  1. πλάκα που επιχρίεται με ειδικό μελάνι για να εκτυπώνει χειροκίνητα τα δοκίμια
  2. το εξάρτημα του πιεστηρίου που μεταφέρει το μελάνι στους κυλίνδρους για να τυπώσει μια σελίδα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 634, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  • μελανείοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)