μεγεθυμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεγεθυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μεγεθύνω
Μετοχή επεξεργασία
μεγεθυμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μεγεθύνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεγεθυμένος
|
μεγεθυμένος, -η, -ο
|