↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεγασεισμός οι μεγασεισμοί
      γενική του μεγασεισμού των μεγασεισμών
    αιτιατική τον μεγασεισμό τους μεγασεισμούς
     κλητική μεγασεισμέ μεγασεισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεγασεισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική megaseism < αρχαία ελληνική μέγας + σεισμός. Μορφολογικά αναλύεται σε μεγα- + σεισμός.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /me.ɣa.siˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐γα‐σει‐σμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεγασεισμός αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr