μεγασεισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.ɣa.siˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐γα‐σει‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεγασεισμός αρσενικό
- (νεολογισμός, γεωλογία) σεισμός μεγάλης έντασης
- ※ Στις 26 Δεκεμβρίου 2004 ένας μεγασεισμός βόρεια της Σουμάτρας, στην Ινδονησία, προκάλεσε ένα τεράστιο, θανατηφόρο τσουνάμι που σάρωσε τον Ινδικό Ωκεανό σκοτώνοντας περισσότερους από 226.000 ανθρώπους και προκαλώντας τεράστιες καταστροφές σε 14 χώρες. (Δέκα χρόνια μετά το τσουνάμι του Ινδικού Ωκεανού: είμαστε πιο ασφαλείς σήμερα;, Το Βήμα, 24 Δεκεμβρίου 2014)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεγασεισμός
|
Πηγές επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr