μεγαπυρκαγιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεγαπυρκαγιά | οι | μεγαπυρκαγιές |
γενική | της | μεγαπυρκαγιάς | των | μεγαπυρκαγιών |
αιτιατική | τη | μεγαπυρκαγιά | τις | μεγαπυρκαγιές |
κλητική | μεγαπυρκαγιά | μεγαπυρκαγιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεγαπυρκαγιά, (νεολογισμός) < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική megafire, μορφολογικά αναλύεται σε μεγα- + πυρκαγιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεγαπυρκαγιά θηλυκό
- πυρκαγιά ιδιαίτερα μεγάλης έντασης κι έκτασης
- ※ Η πρόσφατη «μεγαπυρκαγιά» στην Αττική (καλοκαίρι 2009) ήταν αποκάλυψη στο μέτρο που επέτρεψε, ακόμα μια φορά, να γίνουν ορατά τα βάσανα της αττικής γης (Χαρίδημος Τσούκας, Η τραγωδία των κοινών: Πολιτική φαυλότητα, απαξίωση θεσμών και χρεοκοπία, Εκδόσεις Ίκαρος, 2015 [1])