↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεγαπυρκαγιά οι μεγαπυρκαγιές
      γενική της μεγαπυρκαγιάς των μεγαπυρκαγιών
    αιτιατική τη μεγαπυρκαγιά τις μεγαπυρκαγιές
     κλητική μεγαπυρκαγιά μεγαπυρκαγιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεγαπυρκαγιά, (νεολογισμός) < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική megafire, μορφολογικά αναλύεται σε μεγα- + πυρκαγιά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεγαπυρκαγιά θηλυκό

  • πυρκαγιά ιδιαίτερα μεγάλης έντασης κι έκτασης
    ※  Η πρόσφατη «μεγαπυρκαγιά» στην Αττική (καλοκαίρι 2009) ήταν αποκάλυψη στο μέτρο που επέτρεψε, ακόμα μια φορά, να γίνουν ορατά τα βάσανα της αττικής γης (Χαρίδημος Τσούκας, Η τραγωδία των κοινών: Πολιτική φαυλότητα, απαξίωση θεσμών και χρεοκοπία, Εκδόσεις Ίκαρος, 2015 [1])
    ※  Την πρόσληψη 440 δασοκομάντο, και επιπλέον επιστημονικού προσωπικού 60 ατόμων, που θα στελεχώσουν τις Ειδικές Μονάδες Δασικών Επιχειρήσεων, τη σύσταση των οποίων είχε εξαγγείλει ο πρωθυπουργός μετά τις μεγαπυρκαγιές που έπληξαν τη χώρα το καλοκαίρι του 2021 προβλέπει τροπολογία του υπουργείου Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας που κατατέθηκε στη Βουλή.
    Κατατέθηκε στη Βουλή η τροπολογία για προσλήψεις 500 «δασοκομάντο», skai.gr, 16 Φεβρουαρίου 2022

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία