Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δασοκομάντο < δάσ(ος) + -ο- + κομάντο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δασοκομάντο αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Σημειώσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία