κομάντο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /koˈman.do/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐μά‐ντο
Ουσιαστικό επεξεργασία
κομάντο αρσενικό άκλιτο (ή και ουδέτερο με πληθυντικό τα κομάντα)
- (στρατιωτικός όρος) στρατιώτης που ανήκει σε ομάδα ειδικών και επικίνδυνων αποστολών που απαιτούν εντατική εκπαίδευση
Σύνθετα επεξεργασία
Άλλες μορφές επεξεργασία
- κομάντος (αρσενικό, άκλιτο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κομάντο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας