μαυροπεύκη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μαυροπεύκη θηλυκό
- (βοτανική, δέντρο) είδος πεύκου (pinus nigra)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαυροπεύκη