Δείτε επίσης: Μαστραπάς, μασταμπάς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαστραπάς οι μαστραπάδες
      γενική του μαστραπά των μαστραπάδων
    αιτιατική τον μαστραπά τους μαστραπάδες
     κλητική μαστραπά μαστραπάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαστραπάς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαστραπάς < τουρκική maşrapa [1] < αραβική مشربة (mashraba) < ρίζα ش ر ب‎ (š-r-b)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαστραπάς αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία