μαστραπάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαστραπάς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαστραπάς < τουρκική maşrapa [1] < αραβική مشربة (mashraba) < ρίζα ش ر ب (š-r-b)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαστραπάς αρσενικό
- μικρή μεταλλική, πήλινη ή και γιάλινη κανάτα που χρησιμοποιόταν άλλοτε για το σερβίρισμα δροσερού νερού
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μαστραπάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας