Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαστιγωτικός η μαστιγωτική το μαστιγωτικό
      γενική του μαστιγωτικού της μαστιγωτικής του μαστιγωτικού
    αιτιατική τον μαστιγωτικό τη μαστιγωτική το μαστιγωτικό
     κλητική μαστιγωτικέ μαστιγωτική μαστιγωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαστιγωτικοί οι μαστιγωτικές τα μαστιγωτικά
      γενική των μαστιγωτικών των μαστιγωτικών των μαστιγωτικών
    αιτιατική τους μαστιγωτικούς τις μαστιγωτικές τα μαστιγωτικά
     κλητική μαστιγωτικοί μαστιγωτικές μαστιγωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαστιγωτικός < μαστιγωτής + -ικός < μαστιγώνω

  Επίθετο επεξεργασία

μαστιγωτικός, -ή, -ό

  1. αυτός που έχει σχέση με το μαστίγωμα
  2. αυτός που μοιάζει στο αποτέλεσμα του μαστιγώνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία