Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μαστιγωτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μαστιγωτικ
ός
η
μαστιγωτικ
ή
το
μαστιγωτικ
ό
γενική
του
μαστιγωτικ
ού
της
μαστιγωτικ
ής
του
μαστιγωτικ
ού
αιτιατική
τον
μαστιγωτικ
ό
τη
μαστιγωτικ
ή
το
μαστιγωτικ
ό
κλητική
μαστιγωτικ
έ
μαστιγωτικ
ή
μαστιγωτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μαστιγωτικ
οί
οι
μαστιγωτικ
ές
τα
μαστιγωτικ
ά
γενική
των
μαστιγωτικ
ών
των
μαστιγωτικ
ών
των
μαστιγωτικ
ών
αιτιατική
τους
μαστιγωτικ
ούς
τις
μαστιγωτικ
ές
τα
μαστιγωτικ
ά
κλητική
μαστιγωτικ
οί
μαστιγωτικ
ές
μαστιγωτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μαστιγωτικός
<
μαστιγωτής
+
-ικός
<
μαστιγώνω
Επίθετο
επεξεργασία
μαστιγωτικός, -ή, -ό
αυτός που έχει σχέση με το
μαστίγωμα
αυτός που μοιάζει στο αποτέλεσμα του
μαστιγώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαστιγωτικός