Δείτε επίσης: Μαροκινό

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαροκινό τα μαροκινά
      γενική του μαροκινού των μαροκινών
    αιτιατική το μαροκινό τα μαροκινά
     κλητική μαροκινό μαροκινά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

.

 
βιβλιοδετημένο με μαροκινό

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαροκινό < μετάφραση της γαλλικής λεξης maroquin, που οι Γάλλοι έδωσαν σε είδος δέρματος επειδή για πρώτη φορά εισήχθη στη χώρα τους από τό Μαρόκο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαροκινό ουδέτερο

  • δέρμα ιδιαίτερα λεπτό και στλπνό που το αυθεντικό ήταν από κατσίκα ή τράγο και που κατά τον 16ο αιώνα άρχισε να χρησιμοποιείται στην πολυτελή βιβλιοδεσία -πλέον και στην κατασκευή πορτοφολιών, γαντιών ή και γυναικείων ελαφριών παπουτσιών, τις περισσότερες φορές πια από πρόβατο ή υποκατάστατα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

μαροκινό