μαρμαροτεχνία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαρμαροτεχνία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαρμαροτεχνία θηλυκό
- η τέχνη του μαρμαρά στην επεξεργασία του μαρμάρου ή στη μαρμαρόστρωση
- η βιομηχανία, το μέρος όπου γίνεται η κατεργασία του μαρμάρου ή και η πώλησή του
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- μαρμαροθέτημα
- μαρμαροκολόνα
- μαρμαροκονία
- μαρμαρόστρωτος
- μαρμαρώνω : επιστρώνω με μάρμαρο
- μαρμαρυγή
- μαρμαροστρώνω
- μαρμάρινος
- μαρμαρένιος
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαρμαροτεχνία
|