Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαρμαροτεχνία οι μαρμαροτεχνίες
      γενική της μαρμαροτεχνίας των μαρμαροτεχνιών
    αιτιατική τη μαρμαροτεχνία τις μαρμαροτεχνίες
     κλητική μαρμαροτεχνία μαρμαροτεχνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαρμαροτεχνία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαρμαροτεχνία θηλυκό

  1. η τέχνη του μαρμαρά στην επεξεργασία του μαρμάρου ή στη μαρμαρόστρωση
  2. η βιομηχανία, το μέρος όπου γίνεται η κατεργασία του μαρμάρου ή και η πώλησή του

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία