μαρμαρογλύπτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμαρμαρογλύπτης αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία- μαρμαρογόος (σπάνιο, λόγιο)
- μαρμαρουργός
Συγγενικά
επεξεργασία- μαρμαρογλυπτική
- μαρμαρογλυφεία
- μαρμαρογλυφείο
- → δείτε και τη λέξη μάρμαρο