↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαρμαρογλύπτης οι μαρμαρογλύπτες
      γενική του μαρμαρογλύπτη των μαρμαρογλυπτών
    αιτιατική τον μαρμαρογλύπτη τους μαρμαρογλύπτες
     κλητική μαρμαρογλύπτη μαρμαρογλύπτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαρμαρογλύπτης < μάρμαρο + γλύπτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαρμαρογλύπτης αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία