μαρμαροκολόνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαρμαροκολόνα θηλυκό
- κολόνα από μάρμαρο
- (μεταφορικά) όμορφη γυναίκα με ωραίο παράστημα
- (μεταφορικά) κάποιος που στέκεται τελείως ακίνητος
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαρμαροκολόνα
|