↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαρκοπουλιώτικος η μαρκοπουλιώτικη το μαρκοπουλιώτικο
      γενική του μαρκοπουλιώτικου της μαρκοπουλιώτικης του μαρκοπουλιώτικου
    αιτιατική τον μαρκοπουλιώτικο τη μαρκοπουλιώτικη το μαρκοπουλιώτικο
     κλητική μαρκοπουλιώτικε μαρκοπουλιώτικη μαρκοπουλιώτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαρκοπουλιώτικοι οι μαρκοπουλιώτικες τα μαρκοπουλιώτικα
      γενική των μαρκοπουλιώτικων των μαρκοπουλιώτικων των μαρκοπουλιώτικων
    αιτιατική τους μαρκοπουλιώτικους τις μαρκοπουλιώτικες τα μαρκοπουλιώτικα
     κλητική μαρκοπουλιώτικοι μαρκοπουλιώτικες μαρκοπουλιώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαρκοπουλιώτικος < Μαρκοπουλιώτ(ης) + -ικος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /maɾ.ko.puˈʎo.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαρ‐κο‐που‐λιώ‐τι‐κος

  Επίθετο

επεξεργασία

μαρκοπουλιώτικος, -η, -ο

  • ο σχετικός με οικισμό με όνομα Μαρκόπουλο ή τους κατοίκους του

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία