Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Μαρκόπουλο τα Μαρκόπουλα
      γενική του Μαρκόπουλου των Μαρκόπουλων
    αιτιατική το Μαρκόπουλο τα Μαρκόπουλα
     κλητική Μαρκόπουλο Μαρκόπουλα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μαρκόπουλο < το επώνυμο Μαρκόπουλ(ος) + -ο[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /maɾˈko.pu.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μαρ‐κό‐που‐λο

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μαρκόπουλο ουδέτερο

  1. πόλη της Αττικής
  2. ονομασία οικισμών της Ελλάδας

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Χαράλαμπος Συμεωνίδης, Ετυμολογικό λεξικό των νεοελληνικών οικονυμίων, (Λευκωσία: Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, 2010)