μαρινιέρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαρινιέρα | οι | μαρινιέρες |
γενική | της | μαρινιέρας | — | |
αιτιατική | τη | μαρινιέρα | τις | μαρινιέρες |
κλητική | μαρινιέρα | μαρινιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμαρινιέρα θηλυκό
- (ενδυμασία) είδος ανδρικής ή γυναικείας μπλούζας με χαρακτηριστικές οριζόντιες ρίγες