Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαργαρώδης η μαργαρώδης το μαργαρώδες
      γενική του μαργαρώδους της μαργαρώδους του μαργαρώδους
    αιτιατική τον μαργαρώδη τη μαργαρώδη το μαργαρώδες
     κλητική μαργαρώδη(ς) μαργαρώδης μαργαρώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαργαρώδεις οι μαργαρώδεις τα μαργαρώδη
      γενική των μαργαρωδών των μαργαρωδών των μαργαρωδών
    αιτιατική τους μαργαρώδεις τις μαργαρώδεις τα μαργαρώδη
     κλητική μαργαρώδεις μαργαρώδεις μαργαρώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαργαρώδης < μεσαιωνική ελληνική από το μάργαρος (το μαργαριτάρι) + -ώδης

  Επίθετο επεξεργασία

μαργαρώδης,ης,ες

  1. όμοιος με μαργαριτάρι στη λάμψη ή στην υφή
  2. ορυκτό που μοιάζει με το ιζηματογενές πέτρωμα μάργα

  Μεταφράσεις επεξεργασία