μαοϊκός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μαοϊκός | η | μαοϊκή | το | μαοϊκό |
γενική | του | μαοϊκού | της | μαοϊκής | του | μαοϊκού |
αιτιατική | τον | μαοϊκό | τη | μαοϊκή | το | μαοϊκό |
κλητική | μαοϊκέ | μαοϊκή | μαοϊκό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μαοϊκοί | οι | μαοϊκές | τα | μαοϊκά |
γενική | των | μαοϊκών | των | μαοϊκών | των | μαοϊκών |
αιτιατική | τους | μαοϊκούς | τις | μαοϊκές | τα | μαοϊκά |
κλητική | μαοϊκοί | μαοϊκές | μαοϊκά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
.
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαοϊκός < Μάο + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαμαοϊκός
- οπαδός των θεωριών και της πρακτικής του κινέζου κομμουνιστή ηγέτη Μάο Τσετούνγκ
- Οι μαοϊκοί είχαν διασπαστεί κατά τη μεταπολίτευση σε Μ-Λ ΚΚΕ και ΚΚΕ(μ-λ)
- σχετικός με τον μαοϊσμό
- μαοϊκές απόψεις