μαοϊσμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μαοϊσμός | οι | μαοϊσμοί |
γενική | του | μαοϊσμού | των | μαοϊσμών |
αιτιατική | τον | μαοϊσμό | τους | μαοϊσμούς |
κλητική | μαοϊσμέ | μαοϊσμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαοϊσμός < Μάο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαοϊσμός αρσενικό
- (πολιτική): η πολιτική ιδεολογία που βασίζεται στο θεωρητικό έργο και τις πράξεις του Κινέζου κομμουνιστή ηγέτη Μάο Τσε Τουνγκ
Δείτε επίσης
επεξεργασία- μαοϊσμός στη Βικιπαίδεια