μανσούπι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μανσούπι | τα | μανσούπια |
γενική | του | μανσουπιού | των | μανσουπιών |
αιτιατική | το | μανσούπι | τα | μανσούπια |
κλητική | μανσούπι | μανσούπια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμανσούπι ουδέτερο
- (παρωχημένο) θέση, αξίωμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία μανσούπι
|