μανουσάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μανουσάκι | τα | μανουσάκια |
γενική | του | μανουσακιού | των | μανουσακιών |
αιτιατική | το | μανουσάκι | τα | μανουσάκια |
κλητική | μανουσάκι | μανουσάκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μανουσάκι < μεσαιωνική ελληνική μαμουσάγκιον < αρμενική մանուշակ (manušak, βιολέτα) < παλαιά αρμενική մանուշակ (manušak)[1] < *մանաւշակ (manawšak) < μέση περσική *manafšak < wnpšk (κάποιοι πιθανολογούν σχέση με την αρχαία ελληνική ἴον)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μανουσάκι ουδέτερο
- (φυτό) ονομασία διαφόρων φυτών (Viola odorata, Νάρκισσος ο κυπελλοφόρος κ.ά.)
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
- (κυπριακή διάλεκτος) ματσικόριδον
Μεταφράσεις επεξεργασία
μανουσάκι
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ մանուշակ (manušak) στο αγγλικό Βικιλεξικό, λήμμα αρμενικής γλώσσας