μανικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μανικός | η | μανική | το | μανικό |
γενική | του | μανικού | της | μανικής | του | μανικού |
αιτιατική | τον | μανικό | τη | μανική | το | μανικό |
κλητική | μανικέ | μανική | μανικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μανικοί | οι | μανικές | τα | μανικά |
γενική | των | μανικών | των | μανικών | των | μανικών |
αιτιατική | τους | μανικούς | τις | μανικές | τα | μανικά |
κλητική | μανικοί | μανικές | μανικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μανικός < αρχαία ελληνική μανικός
Επίθετο επεξεργασία
μανικός, -ή, -ό
- (λόγιο) άλλη μορφή του μανιακός
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μανία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μανικός
|