Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μανικιουρίστας οι μανικιουρίστες
      γενική του μανικιουρίστα
    αιτιατική τον μανικιουρίστα τους μανικιουρίστες
     κλητική μανικιουρίστα μανικιουρίστες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μανικιουρίστας < μανικιούρ + -ίστας, (άμεσο δάνειο) γαλλική manicuriste

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μανικιουρίστας αρσενικό (θηλυκό: η μανικιουρίστα)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

μανικιουρίστας