μανικιουρίστα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μανικιουρίστα | οι | μανικιουρίστες |
γενική | της | μανικιουρίστας | — | |
αιτιατική | τη | μανικιουρίστα | τις | μανικιουρίστες |
κλητική | μανικιουρίστα | μανικιουρίστες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μανικιουρίστα < θηλυκό του μανικιουρίστα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμανικιουρίστα θηλυκό
- (επάγγελμα) γυναίκα που κάνει μανικιούρ στα χέρια άλλων, στων πελατών και πελαττισών της
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαμανικιουρίστα
- το αρσενικό γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του μανικιουρίστας
- το θηλυκό ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του μανικιουρίστα