μανικιούρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μανικιούρ < (άμεσο δάνειο) αγγλική manicure κατά τον τονισμό των λέξεων που προέρχονται από τα γαλλικά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμανικιούρ ουδέτερο άκλιτο
- η φροντίδα των νυχιών και των δαχτύλων των χεριών
- Κοίτα τα νύχια των χεριών μου! Χρειάζομαι επειγόντως μανικιούρ!