Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεντικιούρ < αγγλική pedicure κατά τον τονισμό των λέξεων που προέρχονται από τα γαλλικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
πεντικιούρ

πεντικιούρ ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία