Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

pédicure < pédi- + λατινική curare (φροντίζω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
pédicure pédicures

pédicure (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία