pédicure
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pédicure | pédicures |
pédicure (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- άτομο που ασχολείται με το πεντικιούρ
ενικός | πληθυντικός |
pédicure | pédicures |
pédicure (fr) αρσενικό ή θηλυκό