μανιερισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μανιερισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική maniérisme ή ιταλική manierismo
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ma.ɲe.ɾiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐νιε‐ρι‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
μανιερισμός αρσενικό (τέχνη)
- καλλιτεχνικό ρεύμα που κυριάρχησε στην Ιταλία μεταξύ 16ου και 17ου αιώνα
- η επιτήδευση στο ύφος και στην τεχνοτροπία καλλιτεχνικού έργου, η έλλειψη φυσικότητας και πρωτοτυπίας
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μανιερισμός
Πηγές επεξεργασία
- μανιερισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας