μανιέρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μανιέρα | οι | μανιέρες |
γενική | της | μανιέρας | — | |
αιτιατική | τη | μανιέρα | τις | μανιέρες |
κλητική | μανιέρα | μανιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μανιέρα < ιταλική maniera
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμανιέρα θηλυκό (πιο σύνηθες στον ενικό)
- τεχνοτροπία, στιλ καλλιτεχνικό κυρίως στη ζωγραφική αλλά και σε άλλες καλές τέχνες