manner (en)
- (μόνο πληθυντικός) οι τρόποι, συμπεριφορά ή φέρσιμο
- ⮡ You have very bad manners!
- Έχεις πολύ κακούς τρόπους!
- ⮡ This man has no manners.
- Δεν έχει τρόπους αυτός ο άνθρωπος.
- ⮡ He didn’t learn manners at home.
- Δεν έμαθε τρόπους στο σπίτι του.
- ≈ συνώνυμα: behavior
- (επίσημο) ο τρόπος
- ⮡ new manners of production - νέοι τρόποι παραγωγής
- ≈ συνώνυμα: method, mode και way