Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μακρόφωνος η μακρόφωνη το μακρόφωνο
      γενική του μακρόφωνου της μακρόφωνης του μακρόφωνου
    αιτιατική τον μακρόφωνο τη μακρόφωνη το μακρόφωνο
     κλητική μακρόφωνε μακρόφωνη μακρόφωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μακρόφωνοι οι μακρόφωνες τα μακρόφωνα
      γενική των μακρόφωνων των μακρόφωνων των μακρόφωνων
    αιτιατική τους μακρόφωνους τις μακρόφωνες τα μακρόφωνα
     κλητική μακρόφωνοι μακρόφωνες μακρόφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μακρόφωνος < ελληνιστική κοινή μακρόφωνος < αρχαία ελληνική μακρός + φωνή

  Επίθετο επεξεργασία

μακρόφωνος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία