μακρόφωνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μακρόφωνος < ελληνιστική κοινή μακρόφωνος < αρχαία ελληνική μακρός + φωνή
Επίθετο επεξεργασία
μακρόφωνος, -η, -ο
- (σπάνιο) ο μεγαλόφωνος
Μεταφράσεις επεξεργασία
μακρόφωνος
|
μακρόφωνος, -η, -ο
|