μακροκοσμικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαμακροκοσμικός < μακρόκοσμος
Επίθετο
επεξεργασίαμακροκοσμικός, ή, ό
- ο σχετικός με το μακρόκοσμο, με το σύμπαν
Μεταφράσεις
επεξεργασία μακροκοσμικός
μακροκοσμικός < μακρόκοσμος
μακροκοσμικός, ή, ό