Ετυμολογία

επεξεργασία

μακροκοσμικά < μακροκοσμικός < μακρόκοσμος

  Επίρρημα

επεξεργασία

μακροκοσμικά και μακροκοσμικώς

  • εξετάζοντας μια κατάσταση από μακροκοσμική σκοπιά, συνολικά, σφαιρικά, βλέποντας τα πράγματα σαν τμήμα του σύμπαντος ή γενικά σαν τμήμα ενός ευρύτερου συνόλου, απελευθερώνοντάς τα από τη στενή έννοια της συγκεκριμένης χωροχρονικής περίστασης ή ύπαρξης

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

μακροκοσμικά