μακελεμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μακελεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μακελεύω
Μετοχή επεξεργασία
μακελεμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μακελεύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
μακελεμένος
|
μακελεμένος, -η, -ο
|