↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μακελεμένος η μακελεμένη το μακελεμένο
      γενική του μακελεμένου της μακελεμένης του μακελεμένου
    αιτιατική τον μακελεμένο τη μακελεμένη το μακελεμένο
     κλητική μακελεμένε μακελεμένη μακελεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μακελεμένοι οι μακελεμένες τα μακελεμένα
      γενική των μακελεμένων των μακελεμένων των μακελεμένων
    αιτιατική τους μακελεμένους τις μακελεμένες τα μακελεμένα
     κλητική μακελεμένοι μακελεμένες μακελεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μακελεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μακελεύω

μακελεμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία