μαθουσάλειος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαθουσάλειος < Μαθουσάλας
Επίθετο επεξεργασία
μαθουσάλειος, -α, -ο
- τόσο μεγάλος σε ηλικία όσο ο Μαθουσάλας, υπέργηρος
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαθουσάλειος
μαθουσάλειος, -α, -ο