Μαθουσάλας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μαθουσάλας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Μαθουσάλας > Μαθουσάλα < εβραϊκή מְתוּשֶׁלַח (Mətušálaḥ)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ma.θuˈsa.las/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μα‐θου‐σά‐λας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜαθουσάλας αρσενικό
- βιβλικό πρόσωπο, παππούς του Νώε, που έζησε σύμφωνα με τη Βίβλο 969 χρόνια
- ※ καὶ ἐγένοντο πᾶσαι αἱ ἡμέραι Μαθουσάλα, ἃς ἔζησεν, ἐννέα καὶ ἑξήκοντα καὶ ἐννακόσια ἔτη, καὶ ἀπέθανε. (Γένεσις, ε.27)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΜαθουσάλας αρσενικό
- υπεραιωνόβιος άνθρωπος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Μαθουσάλας
Πηγές
επεξεργασία- Μαθουσάλας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας