Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαγδαλένιο τα μαγδαλένια
      γενική του μαγδαλενίου
μαγδαλένιου
των μαγδαλενίων
    αιτιατική το μαγδαλένιο τα μαγδαλένια
     κλητική μαγδαλένιο μαγδαλένια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαγδαλένιο < γαλλική magdalénien < Magdalénien < λατινική Magdalene < ελληνιστική κοινή Μαγδαληνή (αντιδάνειο) < Μαγδαλά < εβραϊκή מגדל (migdál, πύργος)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ma.ɣðaˈle.ni.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐γδα‐λέ‐νι‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαγδαλένιο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία