μαγγανευτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία.
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαγγανευτικός < ελληνιστική μαγγανευτικός < μαγγανευτής
Επίθετο
επεξεργασίαμαγγανευτικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με την άσκηση της μαγγανείας, σχετικός με μάγια και ξόρκια
- ※ Μέσα στον αχυρώνα, όταν την είδεν αγριεμένη και τρελλή από τον φόβο, μία σκέψις σαν αστραπή επέρασε από το πνεύμα του, πως η Κρουστάλλω ήταν χωρίς άλλο θεόσταλτο θύμα της μαγγανευτικής του πονηρίας (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ο ζητιάνος, 1897, Κεφάλαιο Γ' - Τα βότανα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαγγανευτικός
|