↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μίσθιος η μίσθια το μίσθιο
      γενική του μίσθιου της μίσθιας του μίσθιου
    αιτιατική τον μίσθιο τη μίσθια το μίσθιο
     κλητική μίσθιε μίσθια μίσθιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μίσθιοι οι μίσθιες τα μίσθια
      γενική των μίσθιων των μίσθιων των μίσθιων
    αιτιατική τους μίσθιους τις μίσθιες τα μίσθια
     κλητική μίσθιοι μίσθιες μίσθια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μίσθιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μίσθιος (που παίρνει μισθό) < αρχαία ελληνική μισθός

  Επίθετο

επεξεργασία

μίσθιος, -α, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)