↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μίμημᾰ τὰ μιμήμᾰτ
      γενική τοῦ μιμήμᾰτος τῶν μιμημᾰ́των
      δοτική τῷ μιμήμᾰτ τοῖς μιμήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ μίμημᾰ τὰ μιμήμᾰτ
     κλητική ! μίμημᾰ μιμήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μιμήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  μιμημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μίμημα < μιμη- (μιμέομαι) + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μίμημα [ ] ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

& και → δείτε τη λέξη μιμέομαι

Αλλόγλωσσα παράγωγα

επεξεργασία