↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
μῑμησι- μῑμησε-
ονομαστική μίμησῐς αἱ μιμήσεις
      γενική τῆς μιμήσεως τῶν μιμήσεων
      δοτική τῇ μιμήσει ταῖς μιμήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μίμησῐν τὰς μιμήσεις
     κλητική ! μίμησῐ μιμήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μιμήσει
γεν-δοτ τοῖν  μιμησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μίμησις < μιμέομαι, μιμη- + -σις < μῖμος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μίμησις, -εως θηλυκό

  1. απομίμηση, αντιγραφή
  2. αναπαράσταση στην τέχνη, εξεικόνιση