↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μέλαν τὰ μέλαν
      γενική τοῦ μέλανος τῶν μελάνων
      δοτική τῷ μέλαν τοῖς μέλασῐ(ν)
    αιτιατική τὸ μέλαν τὰ μέλαν
     κλητική ! μέλαν μέλαν
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μέλανε
γεν-δοτ τοῖν  μελάνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μέλαν' όπως «μέλαν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
μέλαν < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μέλας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μέλαν, -ᾰνος ουδέτερο

  1. το μελάνι
  2. το μαύρο χρώμα
  3. η κόρη του ματιού

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
μέλαν: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

μέλαν