λυσσόδηκτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λυσσόδηκτος < ελληνιστική κοινή λυσσόδηκτος < αρχαία ελληνική λύσσα + δάκνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /liˈso.ði.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λυσ‐σό‐δη‐κτος
Επίθετο
επεξεργασίαλυσσόδηκτος
- (λόγιο) που τον έχει δαγκώσει λυσσασμένος σκύλος ή άλλο ζώο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λυσσόδηκτος
|