Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

λυθείς



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική λυθείς λυθεῖσ τὸ λυθέν
      γενική τοῦ λυθέντος τῆς λυθείσης τοῦ λυθέντος
      δοτική τῷ λυθέντ τῇ λυθείσ τῷ λυθέντ
    αιτιατική τὸν λυθέντ τὴν λυθεῖσᾰν τὸ λυθέν
     κλητική ! λυθείς λυθεῖσ λυθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ λυθέντες αἱ λυθεῖσαι τὰ λυθέντ
      γενική τῶν λυθέντων τῶν λυθεισῶν τῶν λυθέντων
      δοτική τοῖς λυθεῖσῐ(ν) ταῖς λυθείσαις τοῖς λυθεῖσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς λυθέντᾰς τὰς λυθείσᾱς τὰ λυθέντ
     κλητική ! λυθέντες λυθεῖσαι λυθέντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λυθέντε τὼ λυθείσ τὼ λυθέντε
      γεν-δοτ τοῖν λυθέντοιν τοῖν λυθείσαιν τοῖν λυθέντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυθείς' όπως «λυθείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

λυθείς, -εῖσα, -έν