λουφαδόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λουφαδόρος αρσενικό
- (λαϊκότροπο) αυτός που λουφάρει, που κρύβεται ή προσπαθεί να περάσει απαρατήρητος ώστε να μην του ανατίθενται εργασίες, ή που αποφεύγει να εκτελέσει εργασία ή υπηρεσία που του έχει ανατεθεί
- ο φυγόπονος
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη λουφάζω