Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λουφαδόρος οι λουφαδόροι
      γενική του λουφαδόρου των λουφαδόρων
    αιτιατική τον λουφαδόρο τους λουφαδόρους
     κλητική λουφαδόρε λουφαδόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λουφαδόρος < λούφα + -αδόρος < λουφάζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λουφαδόρος αρσενικό

  • (λαϊκότροπο) αυτός που λουφάρει, που κρύβεται ή προσπαθεί να περάσει απαρατήρητος ώστε να μην του ανατίθενται εργασίες, ή που αποφεύγει να εκτελέσει εργασία ή υπηρεσία που του έχει ανατεθεί
  • ο φυγόπονος

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία