λουφάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
λουφάρω
- (λαϊκότροπο και στρατιωτική αργκό) αποφεύγω να εκτελέσω μια εργασία που μου έχει ανατεθεί, προσπαθώντας να κρυφτώ ή να περάσω απαρατήρητος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη λουφάζω
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λουφάρω