λουφατζής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- λουφατζής αρσενικό
- αυτός που αποφεύγει συστηματικά ανάληψη εργασίας, ή υπηρεσίας ιδιαίτερα στο στρατό, σε βάρος των συναδέλφων του
- αυτός που λουφάζει, μαζεύεται από φόβο ή αμηχανία και μένει σιωπηρός
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λουφατζής
|