λουφάρι
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λουφάρι | τα | λουφάρια |
γενική | του | λουφαριού | των | λουφαριών |
αιτιατική | το | λουφάρι | τα | λουφάρια |
κλητική | λουφάρι | λουφάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λουφάρι < γουφάρι με [ɣ] > [λ] → δείτε και τη λέξη γοφάρι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ τουρκικά: lüfer
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /luˈfa.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λου‐φά‐ρι
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
λουφάρι ουδέτερο
- (ιχθυολογία, δημοτική) άλλη μορφή του γουφάρι → δείτε τη λέξη γοφάρι
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
- → δείτε τη λέξη γοφάρι
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
λουφάρι
|
ΠηγέςΕπεξεργασία
- Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία. Α΄ έκδοση: 1930-1950.